φαψ

φαψ
η / φάψ, -αβός, ΝΑ
λόγια ονομασία είδους άγριου περιστεριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. λ. η οποία συνδέεται με τον τ. φάσσα (βλ. λ. φάσσα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φάσσα — η, ΝΜΑ, και αττ. τ. φάττα Α ζωολ. κοινή, σήμερα, ονομασία τού είδους περιστεριού Columba palumbus νεοελλ. βοτ. κοινή ονομασία είδους τού φυτού βαλλωτή ή βαλλότα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. λ., η οποία συνδέεται οπωσδήποτε με τον αρχαϊκό τ. φάψ,… …   Dictionary of Greek

  • List of social fraternities and sororities — Social or general fraternities and sororities, in the North American fraternity system, are those that do not promote a particular profession (as professional fraternities are) or discipline (such as service fraternities and sororities). Instead …   Wikipedia

  • φαβοκτόνος — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὁ περιστεράς φονεύων». [ΕΤΥΜΟΛ. < φάψ, φαβός «άγριο περιστέρι» + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. ταυρο κτόνος] …   Dictionary of Greek

  • φαβοτύπος — ὁ, Α 1. αυτός που χτυπά περιστέρια 2. είδος γερακιού που σκοτώνει περιστέρια («ἱέρακες ἄμφω ὅ τε φαβοτύπος καὶ ὁ σπιζίας», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φάψ, φαβός «άγριο περιστέρι» + τυπος (< τύπος < τύπτω «χτυπώ»), πρβλ. ζῳο τύπος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”